- μεσαζούσης
- μεσάζωto be half-cookedpres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek